- νιφόβλητος
- νιφόβλητος, -ον (Α)νιφόβολος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. -ο- + -βλητός (< βάλλω), πρβλ. πυρί-βλητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιφοβλήτοιο — νιφόβλητος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφοβλήτοισιν — νιφόβλητος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφοβλήτους — νιφόβλητος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφοβλήτων — νιφόβλητος masc/fem/neut gen pl νιφοβλής masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφοβλήτῳ — νιφόβλητος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)